- κυνητίνδα
- κυνητίνδᾱ , κυνητίνδαgame of kissingfem nom/voc/acc dualκυνητίνδᾱ , κυνητίνδαgame of kissingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνητίνδα — (Α) επίρρ. ονομασία ερωτικού παιχνιδιού κατά το οποίο καθένας από τους παίκτες προσπαθούσε να φιλήσει τον αντίπαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνώ «φιλώ» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ακινητ ίνδα, κρυπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
κυνητίνδ' — κυνητίνδᾱͅ , κυνητίνδα game of kissing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)